λεξικογραφικός

λεξικογραφικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στη λεξικογραφία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λεξικογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεξικογραφία. επίρρ... λεξικογραφικώς και ά από λεξικογραφική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεξικογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Νικ. Κοντόπουλου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”